Αφιέρωμα: Αναμνήσεις του Θανάση Βαλτινού από τον Καραβά

10/07/2019

Ο Νίκος Καρμοίρης συνομιλεί με το συγγραφέα-ακαδημαϊκό Θανάση Βαλτινό

Η γνωριμία μου με το συγγραφέα και π. Πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών, Θανάση Βαλτινό, υπήρξε από την πρώτη στιγμή ιδιαίτερη. Βρεθήκαμε στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Φεστιβάλ «Σπάρτη. Παγκόσμια Πόλη» το Σεπτέμβρη του 2018, στο κτήμα Νερόμυλος στις Αμύκλες Σπάρτης. Εγώ μιλούσα για το βιβλίο του π. Υπουργού Γιάννη Βαρβιτσιώτη, κι εκείνος για το έργο -αλλά και για τον ίδιο- το φίλο του, αείμνηστο Σπαρτιάτη συγγραφέα Δημήτρη Πετσετίδη.

Κάποια στιγμή ένιωσα ένα χέρι στην πλάτη μου και μόλις γύρισα μού είπε: «Άκουσα πως είσαι από τον Καραβά. Έχω ζήσει στον Καραβά το διάστημα 1942-44, στον πύργο του Ζαχαριά. Έχω γράψει κι ένα διήγημα για τον Καραβά», κι άπλωσε το χέρι να με χαιρετίσει. «Θυμάμαι ένα μεγάλο πέτρινο σπίτι, του Καρμοίρη, που λέγανε», μου είπε αργότερα, αναφερόμενος στο σπίτι που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε ο παππούς, ο πατέρας μου κι εγώ. Οι εκδηλώσεις ήταν πολυδιάστατες κι μεταξύ άλλων, πολλών σπουδαίων, έγινε κι αναφορά στα πετρογέφυρα της Λακωνίας. Έτσι, έτυχε να έχω μαζί μου κάποια αντίτυπα από το βιβλίο για το Γεφύρι του Κόπανου, που είχε εκδώσει ο Πολιτιστικός Σύλλογος Καραβά. Του πρόσφερα ένα, για να πάρει «λίγο Καραβά» μαζί του φεύγοντας, όπως του είπα.

Λίγο καιρό έπειτα αποφάσισα να φύγω από τη Σπάρτη και να εγκατασταθώ στην Αθήνα. Βρήκα σπίτι στην περιοχή της Κυψέλης, κοντά στον «Πανελλήνιο». Κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ, σε ένα από τα συνηθισμένα σουλάτσα μου στο κέντρο της πρωτεύουσας, βαδίζοντας στη Σταδίου, έπεσα επάνω του, έξω από τον ΙΑΝΟ. Φορούσε παλτό και ρεπούμπλικα. Τα βλέμματα μας διασταυρώθηκαν στιγμιαία, αλλά σίγουρος πως δεν με γνώρισε ή δεν με θυμόταν, προσπέρασα και συνέχισα το δρόμο μου. Όμως εκεί ήταν που μου μπήκε η ιδέα. Κάτι με έτρωγε. Μάλλον λόγω της συνήθειας να ερευνώ και να καταγράφω το παρελθόν. Οι σπουδές Ιστορίας, βλέπετε… Και μια έμφυτη περιέργεια. Ήθελα να τον συναντήσω, να μου μιλήσει για το πέρασμά του από το χωριό μου, να ακούσω πράγματα που δεν ήξερα, να μάθω για εκείνο το διήγημα που χάρισε στον τόπο μου μια μικρή χάρτινη αιωνιότητα.

Την επομένη, έψαξα στο διαδίκτυο, στον τηλεφωνικό κατάλογο, και βρήκα μερικά αποτελέσματα που ταίριαζαν στην αναζήτησή μου. Πληκτρολόγησα τον αριθμό και μόλις η κλήση απαντήθηκε, αποκρίθηκα: «Καλημέρα. Ο κ. Βαλτινός; Ο Ακαδημαϊκός;». Μου ακούστηκα λίγο ηλίθιος είναι η αλήθεια, αλλά θέλησα μάλλον έτσι, με αυτή την ερώτηση, να βεβαιωθώ εξαρχής πως δεν έπεσα πάνω σε κάποια απλή συνωνυμία. Ύστερα εξήγησα το λόγο του τηλεφωνήματος για να λάβω την απάντηση. «Βεβαίως να τα πούμε. Θέλω να μάθω πως είναι ο Καραβάς σήμερα. Μόνο, να μιλήσουμε σε 20 ημέρες πάλι γιατί έχω μια μικρή περιπέτεια».

Κάνα μήνα αργότερα επικοινωνήσαμε ξανά και δώσαμε ραντεβού. Πέρασα να τον πάρω από το σπίτι του στο Παγκράτι και καταλήξαμε σε κάποιο εστιατόριο εκεί κοντά, όπου προσφέρθηκε να μου κάνει το τραπέζι. «Σας ξεβόλεψα», είπα. «Όχι!, πρέπει να βγαίνω και να περπατάω, να ξεπιαστώ, γιατί είχα ένα μικρό ατύχημα και ήμουν σε ακινησία για μέρες. Να μιλάμε στον ενικό». «Εσείς βεβαίως. Για μένα δεν είναι τόσο εύκολο», απάντησα ευγενικά. «Έτσι ήμουν κι εγώ στην ηλικία σου», μου χαμογέλασε.

Αφού καθίσαμε, έβγαλα το κασετοφωνάκι να καταγράφω τη συνομιλία μας. Πίνοντας λίγο απ το αγαπημένο του λευκό κρασί άρχισε να μου εξιστορεί:

«Στον Καραβά βρεθήκαμε τυχαία. Στον πόλεμο του 40 ο θείος μου, αδερφός της μάνας μου, υπηρέτησε στο μέτωπο μαζί με τον Καρελλά. Όταν έγινε η υποχώρηση και γύρισαν πίσω, νέο παιδί αυτός, ανύπαντρος, αντί να επιστρέψει σπίτι του, ακολούθησε την παρέα των Καρελλάδων κι έφτασε μαζί τους στη Σπάρτη. Ο Καρελλάς είχε ένα μεγάλο τσιφλίκι, με έναν πέτρινο πύργο με καμάρες. Τον είχε κληρονομήσει. Είχε παντρευτεί κάποια απόγονο του Ζαχαριά Μπαρμπιτισώτη κι εμείς τον λέγαμε ο πύργος του Ζαχαριά. Είχε στη δούλεψή του, στο τσιφλίκι, πολλούς σέμπρους που κατέβαιναν για δουλειά στον κάμπο από τη Λογγάστρα και τους Σουστιάνους. Του δίνανε το μισό του μισού. Δεν του το πολυδίνανε, όμως. Για αυτό δεν τους είχε εμπιστοσύνη και ήθελε κάποιον να τους ελέγχει. Ο πατέρας μου ήταν εργολάβος κι αναλάμβανε δημόσια έργα, αλλά εκείνη την περίοδο δεν είχε δουλειά. Δεν είχε τίποτα παραπέρα, και ουσιαστικά δεν μπορούσαμε να ζήσουμε. Είχε αρχίσει η πρώτη εποχή της πείνας. Ήταν τότε ο πρώτος δύσκολος χειμώνας, του 41. Ο θειος μου έγραψε στον πατέρα μου να μας πάρει και να ρθει στον Καραβά, να γίνει επιστάτης του Καρελλά. Έτσι βρεθήκαμε στον Καραβά, γύρω στο 42. Ο Καρελλάς έδωσε ένα κτήμα στον πατέρα μου να καλλιεργούμε και του ανέθεσε να ελέγχει τους σέμπρους. Έπιαναν τα χέρια του κι έτσι έφτιαξε εκεί έναν χώρο δίπλα στον πύργο για να μένουμε.

Τότε ο Καραβάς δεν είχε πολλά σπίτια. Μόνο οι Κατσάνιδες μένανε κοντά στον πύργο˙ Ανδριόπουλους του λέγανε κανονικά στο επίθετο. Από τότε δεν θυμάμαι πολλά πράγματα. Θυμάμαι περισσότερο κάποια ονόματα των σέμπρων που κατέβαιναν από τα χωριά. Τον Κωτσαρέλο (Νικολόπουλο τον έλεγαν στο επίθετο) από τη Λογγάστρα, τον Μπαρμπιτσιώτη, τους Κατσάνιδες, τον Μπουτσικάκη, τον Μπέη. Οι περισ-σότεροι είχαν παρατσούκλια! Θυμάμαι το σπίτι του Καρμοίρη πάνω στη στροφή του δρόμου. Ήταν ένα σπίτι περιωπής. Δεν περνούσαμε συχνά από κει. Δεν μας έβγαζε πάντα ο δρόμος. Θυμάμαι και τον Καρελλά που ήταν με το θείο μου φίλοι, κι ερχόταν συχνά με τη γυναίκα του. Θυμάμαι και τον “Ρόζα”, τον Γιωργο τον Ανδριόπουλο, που έπαιζε ποδόσφαιρο έπειτα, και τον αδερφό του το Δημητράκη. Ήταν και τα ξαδέρφια του ο Νικόλας κι ο Πότης ο Κατσάνης, ακριβώς κάτω από εμάς. Εκείνοι ήταν αριστεροί της εποχής τότε.

Ο θείος μου παντρεύτηκε μια κληρονόμο φαρμακείου στο Γύθειο κι εγκαταστάθηκε εκεί. Εμείς μείναμε 2-3 χρόνια στη Σπάρτη, ύστερα στο Γύθειο στον θείο μου, και μετά στην Τρίπολη. Όσο μέναμε στον Καραβά πηγαίναμε σχολείο με τα αδέρφια μου στη Σπάρτη, με τα πόδια. Έβγαλα την πρώτη και τη δευτέρα στη Σπάρτη. Μετά πήγα από την τετάρτη Δημοτικού στην πρώτη οκταταξίου… Θυμάμαι ότι με ρώτησε ο δάσκαλος ποιοι σταύρωσαν το Χριστό˙ του απήντησα οι Εβραίοι και με πέρασε! Τέτοιες ήταν οι εξετάσεις! Είχαμε έναν καθηγητή στο Αρρένων που έφερνε στην ίδια τάξη με εμάς την κόρη του, γιατί το Θηλέων ήταν απέναντι. Αυτή είχε μία φίλη που ήταν για εμένα ο πρώτος μου έρωτας. Τη συνάντησα αυτή την κυρία μετά από πολλά χρόνια σε κάποιο φιλικό τραπέζι. Ήταν χήρα αξιωματικού. Είχε παχύνει αρκετά, αλλά παρέμενε το ίδιο όμορφη με εκείνο το κορίτσι που είχα γνωρίσει. Δεν είχε χάσει τη γοητεία της. Δεν της είπα, βέβαια, τότε ποιος ήμουν.

Πρώτη φορά έκανα μπάνιο εκεί, στον Ευρώτα, στο γεφύρι του “Κοπανίτσα”. Εκεί έμαθα να κολυμπάω. Εσείς τώρα το λέτε γεφύρι του Κόπανου, όμως εμείς τότε το ξέραμε ως γεφύρι του Κοπανίτσα. Εκεί στα χαλάσματα, ανεβαίναμε σε ένα βράχο και κάναμε βουτιές. Ήταν πιο στενά εκεί και μάζευε όγκο το νερό. Ήταν κατόρθωμα τότε να κολυμπήσεις εκεί, στου Κοπανίτσα το γεφύρι, γιατί ήταν βαθιά τα νερά.

Οι σέμπροι δεν ήταν όλοι τους και πολύ δουλευταράδες. Ο κάμπος τους ζούσε. Τότε ο κάμπος του Καραβά δεν είχε πολλές πορτοκαλιές. Εκείνη την εποχή άρχιζαν να βάζουν, κι ο πατέρας μου ήταν από τους πρώτους που φύτεψε μερικά δέντρα στους μπαχτσέδες του Καρελλά. Θυμάμαι ένα αυλάκι αρδευτικό -δεν ξέρω, υπάρχει ακόμα;- που περνούσε εκεί κοντά στον πύργο. Μπροστά στο σπιτάκι που μέναμε υπήρχε ένα πεζούλι, μια κολώνα μαρμάρινη, με έναν ρυθμό περίεργο -δεν ήταν κάποιας ιδιαίτερης αξίας-, την είχαν βάλει εκεί και καθόμασταν. Εκεί μαζεύονταν οι γυναίκες των γειτόνων και των σέμπρων κι οι περίοικοι και ρούγευαν. Τώρα δεν υπάρχει αυτό το πεζούλι, το χάλασαν όταν πέρασε ο καινούργιος δρόμος.

Εκεί σε εκείνο το πεζούλι, καθόμασταν κάποια φορά με τους Κατσάνιδες κι ακούστηκε κάτι σαν βουή, σαν χουγιαχτό, και μέχρι να καταλάβω τί γίνεται είχαν κάνει έξοδο οι Γερμανοί κι oι Ταγματασφαλίτες. Ορμάνε και πιάνουν τον έναν από τους Κατσάνιδες. Τον Πότη, τον αδερφό του Νικόλα. Κάποιος του τράβηξε δυο χαστούκια κι εγώ ένοιωσα πολύ ταπεινωμένος. Εγώ, του πήγαινα κάθε μέρα το πρωί ένα μπουκάλι γάλα και μέσα είχε σημειώματα, διπλωμένα σε ένα σελοφάν. Ύστερα τον πήγαν στην Τρίπολη. Εκεί ήταν κάποιος θείος, ή γνωστός τους, έμπορας κι αυτός προσπαθούσε να τον σώσει, αλλά τελικά τον σκότωσαν τον Πότη. Άλλη φορά, ήρθε κάποιος στο καλύβι μας και μάς είπε να μη φοβηθούμε, γιατί θα γίνουν κάποιες μικροταραχές. Αργότερα ήρθαν κι έκαψαν το σπίτι των Κατσαναίων, του «Ρόζα» και του Δημητράκη, π ήταν πιο κάτω απ το δικό μας. Θυμάμαι, όταν έφυγαν οι Γερμανοί, ο Γερμανός διοικητής αποχαιρέτισε το λαό της Σπάρτης στην πλατεία και μετά έκανε μια με το χέρι, κατέβασε τη σημαία τους, την πήρε κι έφυγε. Στο Μενελάιον το ξενοδοχείο ήταν το διοικητήριο τους. Τότε έτρεξε κάποιος από πίσω τους κι έριξε δυο-τρεις βολές στον αέρα. Ήταν οι πρώτες ντουφεκιές καλωσορίσματος της ελευθερίας.

Κάποτε, μετά από χρόνια, έμαθα πως εκείνη η μεγάλη περιουσία του Καρελλά φαγώθηκε στα χαρτιά και τον τζόγο. Δεν έχω ξαναπάει στον Καραβά από τότε. Μόνο μια φορά, πριν 5-6 χρόνια, πέρασα από εκεί με το αμάξι και δεν τον γνώρισα. Την είχα αλλιώς στο μυαλό μου την περιοχή. Ο δρόμος έχει πάρει ένα κομμάτι από τον περίβολο του πύργου, μαζί με την πεζούλα και τον φούρνο. Κι η Σπάρτη, είναι αγνώριστη πια!».

Άκουγα με προσοχή, και σπάνια διέκοψα για να κάνω μερικές ερωτήσεις. Ρώτησα για το διήγημα. Είναι το «Εθισμός στη νικοτίνη» που περιλαμβάνεται στο ομώνυμο βιβλίο του. Το πρώτο μέρος του διαδραματίζεται στο χωριό μου, τον Καραβά, και το δεύτερο στην Τρίπολη. Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1979 στο περιοδικό «Ausblicke» (τεύχος 36), και δίνει μερικές ωραίες περιγραφές του χώρου που γνωρίζω σπιθαμή προς σπιθαμή από παιδί, κι ένοιωθα μια απίστευτη οικειότητα διαβάζοντάς το. Λίγο πριν φύγουμε του χάρισα το «Γίγαντά» μου, που «γεννήθηκε» στα ίδια μέρη και συμφωνήσαμε να ξανανταμώσουμε την επόμενη φορά στον Καραβά και να τον περπατήσουμε. «Θα βαδίσουμε στα παιδικά μου χρόνια», μου είπε. «Δύσκολα -λόγω της Κατάστασης-, αλλά ωραία χρόνια…».

----------------------------------------------------------------
Ο Θανάσης Βαλτινός γεννήθηκε στο Καστρί Κυνουρίας, το 1932. Οικογενειακές μετακινήσεις, που συνδέονται με τις δυσκολίες των κατοχικών και μετακατοχικών χρόνων, τον ανάγκασαν να φοιτήσει κατά σειρά στα γυμνάσια Σπάρτης, Γυθείου και Τρίπολης. Το 1950 ήρθε στην Αθήνα όπου ζει έως σήμερα. Σπούδασε κινηματογράφο. Μετά το 1974 έζησε κατά διαστήματα στο εξωτερικό: Αγγλία, Δυτικό Βερολίνο και Η.Π.Α., καλεσμένος από Πανεπιστήμια ή άλλα πνευματικά ιδρύματα. Έχει μεταφράσει τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη και την «Ορέστεια» του Αισχύλου, που παίχτηκαν στην Επίδαυρο το 1979 και 1980 αντιστοίχως, από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Έχει γράψει σενάρια για τον κινηματογράφο. Το 1984 τιμήθηκε με το βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ των Καννών για την ταινία του Θ. Αγγελόπουλου «Ταξίδι στα Κύθηρα». Το 1990 τιμήθηκε επίσης με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο: «Στοιχεία για την Δεκαετία του 60». Διετέλεσε μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών, της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, καθώς και της Εταιρείας Συγγραφέων της οποίας υπήρξε πρόεδρος επί σειρά ετών. Διετέλεσε γενικός Διευθυντής του 2ου Καναλιού της Εθνικής τηλεόρασης 1989-1990. Tο 2001 τιμήθηκε με το Διεθνές βραβείο Καβάφη και το 2002 με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη. Το 2003 του απενεμήθη ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής της Ελληνικής Δημοκρατίας. Στις 5 Ιουνίου 2008 εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στην έδρα της Νέας Ελληνικής Πεζογραφίας της Τάξης των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών. Τον Δεκέμβριο του 2012 τιμήθηκε με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Το 2016 διετέλεσε Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών. Το 2017 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας Καλαμάτας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

* Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Γεφύρι» (φ.43), Ιούλιος – Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2019