Αφιέρωμα: Οι πρώτες τηλεοράσεις στην Λακωνία

17/05/2021

επιμέλεια: Νίκος Ι. Καρμοίρης

«Η άφιξη της τηλεόρασης στο σπίτι των Αντωνόπουλων, παραμονή της προσγείωσης των αστροναυτών στο Φεγγάρι, αναστατώνει τόσο την οικογένεια όσο και όλη τη γειτονιά». Η τηλεοπτική σειρά «Τα καλύτερά μας χρόνια» είναι μία από τις τρεις νέες πετυχημένες σειρές μυθοπλασίας που προβάλλονται φέτος από την συχνότητα της ΕΡΤ1.

Πρόκειται για μία κωμική σειρά εποχής, που διαδραματίζεται κατά την περίοδο της δικτατορίας και μέσα από αυτήν παρακολουθούμε την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας και οικογένειας, αλλά και της δημόσιας τηλεόρασης, σε έναν κόσμο που αλλάζει με ταχείς ρυθμούς. Κεντρικοί ήρωες είναι τα μέλη της οικογένειας Αντωνόπουλου, ενώ την παράσταση κλέβει ο βενιαμίν της οικογένειας, Άγγελος. Στο εναρκτήριο επεισόδιο η πρώτη τηλεόραση παίρνει την θέση που της αρμόζει στο σαλόνι της οικογένειας, κι αποτελεί γεγονός για ολόκληρη τη γειτονιά, η οποία συρρέει στο σπίτι των Αντωνόπουλων για να παρακολουθήσει την προσσελήνωση. Αξιοσημείωτο είναι πως στο πρώτο επεισόδιο, όπου κεντρικό θέμα αποτελεί το «χαζοκούτι», παρουσιάζεται αριστοτεχνικά -με χιούμορ, έξυπνες ατάκες και ρόλους καρικατούρες που αποτυπώνουν εξαιρετικά μια αντιφατική εποχή- το πως η κοινωνία της Ελλάδας του ’60 υποδέχθηκε στη ζωή και την καθημερινότητα της την τηλεόραση.

Με αφορμή την προβολή της σειράς, συνάντησα το θείο μου Δημήτρη Τσακίρη στο παλιό του μαγαζί, ο οποίος, ως εκπρόσωπος της SABA στο νομό, μου αφηγήθηκε διάφορα περιστατικά από την εποχή που οι πρώτες ασπρόμαυρες τηλεοράσεις άρχιζαν να μπαίνουν στα σπίτια της Λακωνίας:

<<Άνοιξα το μαγαζί το 1972, και ήταν τότε η συγκυρία να γίνει ο σταθμός στην Ασέα, με έναν μεγάλο αναμεταδότη δέκα κιλοβάτ. Νωρίτερα, δεν είχα αποπειραθεί να ασχοληθώ με τις τηλεοράσεις, γιατί έως τότε δεν υπήρχε αναμεταδότης στην περιοχή και το σήμα ερχόταν απευθείας από Αθήνα. Έπρεπε να παιδεύεσαι πέντε ώρες για να το συντονίσεις κι έπιανε κατευθείαν το κανάλι 5, της ΥΕΝΕΔ, και σήμα ερχόταν μόνο στα ορεινά χωριά, όπως τα Πικουλιάνικα κι ο Μπαρσινίκος. Μαζευόταν τότε ο κόσμος στα ορεινά χωριά, όποτε είχε ποδόσφαιρο, να παρακολουθήσει κάναν αγώνα.

Το ’72, λοιπόν, άνοιξα το μαγαζί και συνεργαζόμασταν με την SABA, η οποία έκανε θραύση. Έχω μάλιστα και πλήρες αρχείο με τις πωλήσεις που έκανα. Την πρώτη τηλεόραση την έδωσα στον Α[…] Κ[…] στη Σελλασία. Είναι όλα καταγεγραμμένα σε ένα βιβλίο.

Όταν πηγαίναμε στα χωριά να εγκαταστήσουμε μια τηλεόραση, αποτελούσε ένα μεγάλο γεγονός για την οικογένεια. Άλλοι είχανε σφάξει αρνί, άλλοι κόκορα κ.τ.λ., και πήγαινε το γλέντι και το τσιμπούσι… σύννεφο! Μισομεθυσμένος επέστρεφα (σ.σ. γέλια). Μαζευόταν ολόκληρη η οικογένεια και γείτονες να δουν την τηλεόραση. Ως τότε, τηλεόραση είχανε κάποια καφενεία, αλλά μόλις έμπαινε στα σπίτια ήτανε γεγονός. Ούτε στο γάμο δεν κάνανε τέτοια χαρά… Κερνάγανε και εμάς τους τεχνικούς και τον κόσμο που ερχόταν!

Θυμάμαι κάποια φορά στους Σουστιάνους, είχα πάει κι είχανε σφάξει ένα αρνί για την τηλεόραση! Χαμός! Εκεί που πέρναγα πάντα καλά ήταν στην Αράχωβα. Συνήθως στα πιο μακρινά χωριά πήγαινα την Κυριακή. Το μεσημέρι είχε οικογενειακό τραπέζι. Άμα δεν έτρωγα μαζί με την οικογένεια, δεν με αφήναν να φύγω. «Αν δεν καθίσεις να φας μαζί μας», μου έλεγαν, «δεν σε πληρώνουμε»!

Υπήρχαν και κάποια χιουμοριστικά περιστατικά. Θυμάμαι, έρχεται κάποια φορά μία μεγάλη κυρία στο μαγαζί και, προσπαθώντας να μου εξηγήσει το πρόβλημα που αντιμετώπιζε η τηλεόρασή της, μού λέει «Γενεύη βλέπουμε, Ερίτ δεν βλέπουμε». Το έλεγα κάποτε σε κάποιους συναδέλφους στην Αθήνα κι έσπαγαν το κεφάλι τους να καταλάβουν. Η κυρία εννοούσε την ΥΕΝΕΔ και την ΕΙΡΤ που ήταν τότε τα κρατικά κανάλια. Ένας άλλος κύριος, μεγάλος κι αυτός σε ηλικία, ήρθε να αγοράσει τηλεόραση και μου λέει «εγώ τον “μπαρμπα-Γιώργο” θέλω να βλέπω». Παιζόταν τότε το «Λούνα Παρκ» με τον Διονύση Παπαγιανόπουλο. Θυμάμαι και περιπτώσεις που είχαν έτοιμα τα σεμεδάκια για να διακοσμήσουν την τηλεόραση! Όπου πήγαινα κι έβλεπα να βάζουν σεμέν στις τηλεοράσεις τούς έλεγα να μη βάλουν πάνω κάνα ανθοδοχείο, γιατί …ποτιστική τηλεόραση δεν δουλεύει! Είχαν καεί έτσι, με ανθοδοχεία που είχαν αναποδογυρίσει, ένα σωρό τηλεοράσεις!

Άλλο περιστατικό: είχα δώσει μια από τις πρώτες τηλεοράσεις σε κάποιον από τη Σελλασία. Μετά από δυο-τρεις μέρες με παίρνει αγριεμένος τηλέφωνο -τέτοια ήταν η βλαστήμια και το βρισίδι, που ντράπηκα!- να μου πει πως δεν δουλεύει. Δεν είχα τότε αυτοκίνητο, και καβάλησα μια φλορέτα κι έφτασα ως τη Σελλασία να δω τι συμβαίνει. «Δεν είναι καλές οι δικές μου τηλεοράσεις. Έχουν ένα μειονέκτημα. Για να δουλέψουν πρέπει να τις βάλεις στην πρίζα», του είπα. Έμεινε κόκαλο, εκείνος. Κι ούτε συγγνώμη δεν ζήτησε. Κάποια Κυριακή πρωί, θυμάμαι ετοιμαζόμουν να πάω για μπάνιο στη θάλασσα με την οικογένειά μου, με παίρνει τηλέφωνο ένας Ελληνοαμερικάνος από τη Μαγούλα να μου κάνει παράπονα. «Το τελεβίζιο», μου λέει, «δεν δουλεύει. Το ανοίγω και δεν δείχνει τίποτα». Τότε τα τηλεοπτικά προγράμματα άρχιζαν στις 12 το μεσημέρι. Του λέω: «Μπάρμπα, νομίζεις ότι είσαι στην Αμερική; Οι σταθμοί εδώ ανοίγουν μετά τις 12». Έχω πολλές τέτοιες ιστορίες…

Πέρα, όμως, από αυτά αντιμετωπίζαμε αρκετές δυσκολίες. Για παράδειγμα, σε αρκετά χωριά παιδευόμασταν πολλές ώρες για να συντονίσουμε την κεραία. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως στην Αράχωβα δεν μπορούσαμε να πιάσουμε σήμα γιατί είχε πολλές ανακλάσεις, και πως στη Χρύσαφα υπήρχε πρόβλημα και δεν έβλεπαν καλά. Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετώπιζα ήταν το εξής: Στα σπίτια που είχαν ξύλινα κουφώματα δυσκολευόμουν να περάσω το καλώδιο. Συνήθως τα κουφώματα ήταν ή από μουριά ή από καστανιά, κι άναβε και το τρυπάνι και το ξύλο. Δεν τρύπαγε η κάσα με τίποτα. Και συνήθως είχα μαζί ένα καλέμι, για να περνάω το καλώδιο πίσω από την κάσα. Πολλές φορές, δηλαδή, έκανα ολόκληρη την εγκατάσταση και δυσκολευόμουν να περάσω το καλώδιο.

Τότε, αν κι είχε πάρει ρεύμα σχεδόν όλος ο νομός Λακωνίας, δεν υπήρχαν ακόμη δρόμοι στα χωριά. Πηγαίναμε σε διάφορα χωριά και ήταν χωματόδρομοι. Έπαιρνα μαζί για παρέα έναν φίλο μου εκπαιδευτικό, που δεν είχε ακόμη διοριστεί, και μου φώναζε «προσοχή λακούβα, πέτρα», κ.ο.κ. Χαρακτηριστικά θυμάμαι, πηγαίνοντας στην Γκοριτσά σε δυο σημεία πριν φτάσουμε στο χωριό ήταν χωματόδρομος, και προτιμούσαμε να μπούμε μέσα από τα χωράφια για να περάσουμε, γιατί είχε τόσες πέτρες ο δρόμος, που ήταν αδύνατο να περάσεις με το αυτοκίνητο. Βροντολόγαγε ολόκληρο, κι εγώ είχα μέσα τηλεοράσεις, ψυγεία κι άλλες συσκευές.

Άλλη περίπτωση: Είχα πάει στη Ζαραφώνα να βάλω μια τηλεόραση. Το σπίτι ήταν καινούργιο, με ηλεκτρικές εγκαταστάσεις κ.ο.κ. Είχε όμως μία πρίζα, κι εκεί είχαν βάλει το ψυγείο! Δεν υπήρχε δεύτερη! Βέβαια σχεδόν σ’ όλα τα δωμάτια υπήρχαν πρίζες για το καλώδιο της κεραίας της τηλεόρασης. Αφού, σκέψου, αγανάκτησα και βρήκα τον ηλεκτρολόγο και του έκανα παρατήρηση…

Άλλο μεγάλο πρόβλημα, που μας ζημίωνε οικονομικά, ήταν οι διάφοροι επιτήδειοι προμηθευτές. Υπήρχαν τότε κεραίες μονοκάναλες που ήταν συντονισμένες να πιάνουν ένα κανάλι για να έχουν μεγαλύτερη απόδοση· κι αυτό ήταν το κανάλι 5 που εξέπεμπε η ΥΕΝΕΔ. Αυτοί οι προμηθευτές είχαν βρεθεί με ένα τεράστιο στοκ μονοκάναλων κεραιών. Όταν αργότερα ιδρύθηκε και η ΕΙΡΤ και τοποθετήθηκαν κι αναμεταδότες σε διάφορες περιοχές, οι προμηθευτές έξυναν την στάμπα και προμήθευαν τις μονοκάναλες κεραίες στην επαρχεία. Κάποιοι μας έστελναν και ενισχυτές χαλασμένους ή δεύτερης ποιότητας. Προσπαθούσαμε εμείς να κατεβάσουμε το σήμα και για τους δύο σταθμούς και πιάναμε μόνο ΥΕΝΕΔ, γιατί οι κεραίες ήταν από την κατασκευή τους συντονισμένες σε ένα κανάλι! Μέχρι να αντιληφθούμε τι ακριβώς συνέβαινε είχε περάσει σημαντικός χρόνος κι είχαμε πάθει σημαντική οικονομική ζημιά. Υπήρξαν πολλοί απατεώνες, τότε. Ήταν μια ευκαιρία για κάποιους να οικονομήσουν.

Εκείνη την εποχή, τα περισσότερα χωριά μόλις είχαν πάρει ρεύμα. Έρχονταν τότε αρκετοί Ελληνοαμερικάνοι -ήταν η γενιά που είχε φύγει γύρω στο ’50-, κι η πρώτη τους δουλειά ήταν να εξοπλίσουν πλήρως το πατρικό τους σπίτι, όπου ζούσαν οι γονείς τους. Έρχονταν, λοιπόν, κι έπαιρναν ψυγείο, κουζίνα, σκούπα, τηλεόραση, κ.ο.κ.· ολόκληρο νοικοκυριό. Αρκετοί με πληρώνανε σε δολάρια, και θυμάμαι πως ένα Σάββατο είχα μαζέψει κάμποσες χιλιάδες δολάρια γιατί ήταν κλειστές οι τράπεζες. Και παρόλο που δεν γνώριζα την ισοτιμία, μου λέγανε πάρ’ τα και θα τα βρούμε. Κάποια φορά, μάλιστα, λόγω της ισοτιμίας έπρεπε να επιστρέψω 30-40 δολάρια σε έναν Μυστριώτη. Γύρισε και μου είπε να τα κρατήσω γιατί έμεινε ευχαριστημένος από τον τρόπο που τον εξυπηρέτησα.

Βέβαια, όλη αυτή η ιστορία με τις τηλεοράσεις είχε και πολλά αρνητικά. Εγώ, σαν τεχνικός ήμουν υπέρ της ποιότητας. Επέλεξα να δουλέψω με τη SABA, η οποία θεωρείτο -σαν ασπρόμαυρη- η καλύτερη τηλεόραση που είχε βγει παγκοσμίως. Η ποιότητα δεν αφήνει όμως χρήματα. Θυμάμαι ότι πουλούσα τη SABA πλήρες σετ, δηλαδή με κεραίες, τραπεζάκι, εγκατάσταση κ.τ.λ. 12-13.000 δρχ. Και την ίδια ώρα τηλεοράσεις χαμηλότερης ποιότητας που κόστιζαν λιγότερο, πωλούνταν υπερτιμημένες λόγω κάποιων εξωτερικών χαρακτηριστικών. Υπήρχε, μάλιστα, μια τηλεόραση που είχε ένα κόκκινο κουμπί, έναν διακόπτη, κι ο κόσμος είχε πειστεί ότι άμα οι τηλεοράσεις γίνουν έγχρωμες, θα πατήσεις αυτό το κουμπί και θα γίνει έγχρωμη η εικόνα από μόνη της! Ο κόσμος δεν ήταν εξοικειωμένος με την τεχνολογία και τα πίστευε αυτά…>>

[* δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ο Καραβάς», Απρίλιος-Σεπτέμβριος 2021, αρ.φ. 6-7, σ. 11]