Αφιέρωμα: Κατάστημα «Νικόλαρος» - Παράδοση και ιστορία 60 ετών στο εμπόριο της Σπάρτης

15/06/2021

Είναι από τα καταστήματα που έχουν διαγράψει μια ξεχωριστή, πολυετή διαδρομή στο τοπικό επιχειρείν, αποτελώντας διαχρονικό κομμάτι της σύγχρονης πόλης. Αρχικά η επιχείρηση ιδρύθηκε από τους νεαρούς συνεταίρους Ι. Βασιλείου και Α. Νικόλαρο, ενώ στην πορεία μετεξελίχθηκε σε οικογενειακή επιχείρηση, η οποία και ταυτίστηκε με την ευγενική φυσιογνωμία του εμπόρου Ανδρέα Νικόλαρου, και ακολούθως με την κόρη του, Εύη.

Η Εύη Νικόλαρου μιλά για το κατάστημα «Νικόλαρος», το οποίο έχει αφήσει τη σφραγίδα του στην τοπική κοινωνία, μετρώντας συνολικά έξι δεκαετίες στον σπαρτιατικό εμπορικό κόσμο, θυμάται και αφηγείται την ιστορία του από την αρχή:

«Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1925 στη Λογγάστρα. Το πατρικό του σπίτι, όμως, -εκεί που μεγάλωσε- ήταν στον Καραβά, απέναντι απ’ το ξωκλήσι του Μάη-Νικόλα. Ο παππούς μου πούλησε την περιουσία που είχαν στη Λογγάστρα και μετακινήθηκε με την οικογένειά του στον Καραβά, όπου αγόρασε κτήματα και έχτισε το σπίτι του. Αργότερα πήρε κι έναν χώρο στη Σπάρτη -εκεί που είναι τώρα το πατρικό μας- κι έφτιαξε ένα δωμάτιο, στο οποίο έμενε ο πατέρας μου όσο πήγαινε Γυμνάσιο στη Σπάρτη. Τις καθημερινές έμενε στη Σπάρτη και τα Σαββατοκύριακα ερχόταν στο χωριό.

Το μαγαζί το άνοιξε μαζί με τον θείο μου. Ήταν γαμπρός του, άντρας της αδερφής του. Ο θείος μου είχε δουλέψει σε ένα μαγαζί στην Αθήνα που είχε παιχνίδια, ψιλικά και συναφή είδη και, μόλις επέστρεψε στη Σπάρτη, είχε την ιδέα να ανοίξουν ένα παρόμοιο κατάστημα μαζί με τον πατέρα μου. Τότε είχε πάρει και η γιαγιά μου μια κληρονομιά και τους έδωσε κάποια χρήματα για να τους βοηθήσει να ξεκινήσουν.

Εκείνο, το πρώτο μαγαζί, ήταν στην οδό Αγησιλάου (εκεί που είναι τώρα ο Κερασιώτης). Το άνοιξαν το 1962, την ίδια χρονιά που γεννήθηκα κι εγώ. Ο θείος μου λεγόταν Βασιλείου και η πρώτη φίρμα του μαγαζιού μας ήταν “Βασιλείου-Νικόλαρος”. Στην αρχή είχε είδη ραπτικής, είδη κομμωτηρίου, λίγα καλλυντικά, σαμπουάν, οδοντόκρεμες, εσώρουχα, τσάντες, νάιλον τραπεζομάντιλα, γκοφρέτες, σοκολάτες “Παυλίδης”, καραμέλες, διάφορα ψιλικά όπως τσιμπιδάκια και καρφίτσες, παιχνίδια, σχολικά είδη, κι ένα σωρό άλλα… Ήταν όπως τα κλασικά ψιλικατζίδικα εκείνης της εποχής που είχαν λίγα απ’ όλα.

Είχαν αγοράσει κι ένα αυτοκίνητο -μια κλούβα-, με το οποίο ο θείος μου γυρνούσε ως πλανόδιος στα χωριά της Λακωνίας και πουλούσε την πραμάτεια τους. Έκαναν μεγάλο αγώνα τότε. Δούλευαν πολύ. Πήγαιναν και σε πανηγύρια στα διάφορα χωριά, αλλά και στις τοπικές εμποροπανηγύρεις: στο Μυστρά, στη Σκάλα, στο Γύθειο και στη Μεσσήνη. Παράλληλα, είχαν προμηθευτεί πλεκτομηχανές με τις οποίες έπλεκαν κάλτσες στο υπόγειο του σπιτιού μας. Την ίδια περίοδο, εμείς, ως παιδιά, τους βοηθούσαμε φτιάχνοντας στέκες για τα μαλλιά, τις οποίες διακοσμούσαμε με χάντρες…

Αργότερα, το μαγαζί μεταφέρθηκε στην οδό Γκορτσολόγου, στις καμάρες πίσω από το Δημαρχείο. Σήμερα, εκείνο το κτίριο έχει γκρεμίσει και στη θέση του βρίσκεται το υπαίθριο μπαράκι. Εκείνη την εποχή τα περισσότερα μαγαζιά στις καμάρες είχαν υφάσματα και είδη ραπτικής. Εμείς είχαμε όλα όσα ανέφερα παραπάνω, και τότε αναλάβαμε και την αντιπροσωπεία των τσιγάρων “Ματσάγγος” για το νομό Λακωνίας. Υπήρχαν μάλιστα δύο ωραίες πινακίδες στο μαγαζί που έγγραφαν “Τσιγάρα Ματσάγγος: Βασιλείου-Νικόλαρος”. Σήμερα εκείνες οι πινακίδες βρίσκονται στο τσιπουράδικο του κουμπάρου μου, του Πέπου. Τις έχει τοποθετήσει δεξιά στο βάθος της αυλής, τις έχει φωτίσει κι αποτελούν μέρος της εξωτερικής διακόσμησης του μεζεδοπωλείου. Αφού είχαμε αναλάβει την αντιπροσωπεία των τσιγάρων “Ματσάγγος”, θυμάμαι πως κάποια φορά είχαμε πάει με το αυτοκίνητο στο καρναβάλι των Κροκεών, και εμείς, τα παιδιά, πετούσαμε διαφημιστικά κουτάκια με τσιγάρα από το αυτοκίνητο!

Ο θείος κι ο πατέρας μου ήταν συνέταιροι για περίπου μία δεκαετία. Αργότερα, γύρω στο 1970, ο θείος μου έφυγε για την Αμερική και ανέλαβε ο πατέρας μου μόνος του την επιχείρηση. Δούλεψε αρκετά και τον στήριξε πολύ και η μητέρα μου, η οποία δούλευε μαζί του. Έτσι, κατάφεραν το μαγαζί να βρίσκεται σε ένα πάρα πολύ καλό επίπεδο.

Μαζί με όλα τα άλλα είδη που είχαμε, την περίοδο των Χριστουγέννων φέρναμε και στολίδια. Πάρα πολλά στολίδια, σε μεγάλη ποικιλία. Αφού, σκέψου, αλλάζαμε την διαρρύθμιση για να τα βολέψουμε. Πουλούσαμε, επίσης, και χριστουγεννιάτικες κάρτες, γιατί τότε ο κόσμος επικοινωνούσε στέλνοντας ευχές με αυτόν τον τρόπο. Γενικότερα, όμως, είχαμε κάρτες και καρτ ποστάλ, γιατί τότε σε γιορτές και γενέθλια στέλνονταν πολλές ευχετήριες κάρτες. Τα Χριστούγεννα, όμως, γινόταν χαμός! Βγάζαμε έξω, μπροστά από το μαγαζί, τρία τραπέζια γεμάτα με κάρτες. Πουλούσαμε και μπαλόνια -κάτι τεράστια μπαλόνια-, τα οποία τα φουσκώναμε με μια παλιά τρόμπα. Εκείνες τις εποχές βγάζαμε έξω, στην είσοδο, αρκετά πράγματα. Συνηθιζόταν τα παλιότερα χρόνια τα εμπορικά καταστήματα να εκθέτουν μέρος του εμπορεύματός τους και έξω, μπροστά από το μαγαζί.

Εγώ ανέλαβα το μαγαζί σχεδόν από το 1980, μόλις τελείωσα το σχολείο. Ο πατέρας μου με άφηνε να παίρνω πρωτοβουλίες, γιατί έβλεπε πως ενδιαφερόμουν. Ήταν άνθρωπος που υποστήριζε πάντοτε τους νέους. Πίστευε πως οι νέοι γνωρίζουν κάποια πράγματα καλύτερα, πως έχουν άλλη αντίληψη και πιο φρέσκια ματιά. Βέβαια, από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου πήγαινα στο μαγαζί. Όπως και τα αδέρφια μου. Ακόμα κι όταν ήταν φοιτητές, στις διακοπές Χριστουγέννων και Πάσχα, τα αδέρφια μου έρχονταν στο μαγαζί να βοηθήσουν. Ουσιαστικά ήταν οικογενειακή επιχείρηση. Πολύ αργότερα, όταν πια μεγάλωσαν οι γονείς μου, αλλά και επειδή η δουλειά αυξήθηκε, προσλάβαμε υπάλληλο.

Η επιχείρησή μας μεταφέρθηκε εκεί που βρίσκεται σήμερα, το 1991. Ακριβώς 30 χρόνια. Όταν πήγαμε στο καινούργιο μαγαζί προσθέσαμε και παιδικά ρούχα, αλλά και μεγαλύτερη ποικιλία εσωρούχων. Γενικά, αυξήσαμε την ποικιλία στα είδη μας, γιατί ήταν μεγαλύτερος ο νέος χώρος. Τώρα, βέβαια, δεν έχουμε παιδικά ρούχα. Το κατάστημά μας πλέον διαθέτει είδη ραπτικής, εσώρουχα, πιτζάμες και διάφορα αξεσουάρ.

Όσο ζούσε ο πατέρας μου ερχόταν στο μαγαζί, ακόμα κι αφού είχε πάρει σύνταξη. Πέθανε 89 χρονών, αλλά ακόμη κι ένα μήνα προτού φύγει από τη ζωή ερχόταν στο μαγαζί. Δεν ερχόταν σε καθημερινή βάση όπως παλιά, αλλά έδινε το παρών! Δεν είχε επαφή με τον κόσμο. Καθόταν κάτω στο υπόγειο, όπου είχε το γραφείο του κι ασχολούταν με τους λογαριασμούς, τις επιταγές, τα τιμολόγια, τα λογιστικά κ.ο.κ. Έκανε τέτοιου είδους δουλειές.

Ο πατέρας μου δεν είχε ανακατευτεί με τον Εμπορικό Σύλλογο, γιατί όταν είχε ελεύθερο χρόνο ή όποτε το μαγαζί ήταν κλειστό, πήγαινε στον Καραβά κι ασχολούταν με τα χτήματα.
Εγώ ασχολήθηκα ενεργά με τον Εμπορικό Σύλλογο Σπάρτης για δύο τριετίες, δηλαδή από το 2014 έως τις πρόσφατες εκλογές. Είχα διάφορες ιδέες και νομίζω πως καταφέραμε να κάνουμε κάποια ωραία πράγματα. Ήθελα να μπω στο Δ.Σ. για να βοηθήσω όσο μου αναλογούσε, ώστε να πραγματοποιήσουμε ορισμένες δράσεις στην πόλη μας. Δεν ήθελα, όμως, να εμπλακώ περαιτέρω με τα διοικητικά του Συλλόγου, γιατί θεωρώ πως πρέπει να έρθουν νέα παιδιά και να δραστηριοποιηθούν ενεργά στον Σύλλογο, με περισσότερη όρεξη και νέες ιδέες».

-----
Το κατάστημα «ΝΙΚΟΛΑΡΟΣ» βρίσκεται στη Σπάρτη, στην οδό Λυκούργου 107
- τηλέφωνο: 27310-26110
- σελίδα fb: facebook.com/nikolarossparti

-----
επιμέλεια: Νίκος Ι. Καρμοίρης

[* δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ο Καραβάς», Απρίλιος-Σεπτέμβριος 2021, αρ.φ. 6-7, σ. 27]