Αφιέρωμα: Ο πύργος του Καρελλά

22/05/2021

επιμέλεια: Νίκος Ι. Καρμοίρης || σχέδιο: Γιώργος Γιαξόγλου

Είναι από εκείνα τα πετρόχτιστα κτίρια που, παρά το σμίλευμα της φθοράς του χρόνου, στέκουν επιβλητικά στο πέρασμα των αιώνων. Ο πύργος του Καρελλά στον Καραβά Σπάρτης, με τις όμορφες καμάρες, υπολογίζεται πως χτίστηκε περίπου στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα. Στη βάση του, αλλά και περιμετρικά, υπήρξαν κι άλλα χαμηλότερα κτίσματα -κάποια από τα οποία στέκουν ακόμη-, που είχαν διάφορες χρήσεις (αποθήκες, στάβλοι, οικίες). Σύμφωνα με αφηγήσεις ο πύργος λειτουργούσε κάποτε ως χάνι, εξυπηρετώντας τους κατοίκους της Βόρειας Λακεδαίμονος, που κινούνταν από και προς Σπάρτη. Για αυτό και η περιοχή φέρει το τοπωνύμιο «Χάνια».

Ο πύργος και το ευρύτερο κτιριακό του σύνολο, βρίσκονταν στο μέσο μιας μεγάλης γεωργικής έκτασης· ενός τσιφλικιού. Σύμφωνα με την παράδοση, χτίστηκε από κάποιον απόγονο του Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, ενώ τελευταίος ιδιοκτήτης συνολικά της μεγάλης αυτής περιουσίας υπήρξε κατά τον 20ο αιώνα κάποιος γιατρός, ονόματι Παναγιώτης Καρελλάς. Για αυτό, το κτίσμα είναι σήμερα ευρύτερα γνωστό ως «Πύργος του Καρελλά». Όπως αναφέρουν οι ντόπιοι, το χτίσιμο του πύργου δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Έμεινε ημιτελής, δίχως σκεπή και χωρίς τοποθέτηση παραθύρων στο υψηλότερο επίπεδό του.

«Έχω ζήσει στον Καραβά το διάστημα 1942-44· στον πύργο του Ζαχαριά. Έχω γράψει κι ένα διήγημα για τον Καραβά», μου είπε στην πρώτη γνωριμία μας ο συγγραφέας, Θανάσης Βαλτινός. Και στην επόμενη συνάντησή μας, μου εξήγησε: «Ο Καρελλάς είχε ένα μεγάλο τσιφλίκι, με έναν πέτρινο πύργο με καμάρες. Τον είχε κληρονομήσει. Είχε παντρευτεί κάποια απόγονο του Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη κι εμείς τον λέγαμε ο πύργος του Ζαχαριά. […]. Κάποτε, μετά από χρόνια, έμαθα πως εκείνη η μεγάλη περιουσία του Καρελλά “φαγώθηκε” στα χαρτιά και τον τζόγο».

Στο διήγημά του, «Εθισμός στη νικοτίνη», ο Θανάσης Βαλτινός δίνει την περιγραφή του χώρου, μαζί με την παράδοση που συνοδεύει τον πύργο:

«[…] Ανάμεσα στα άλλα στοιχεία της προίκας υπήρχε και ένα τσιφλίκι, τέσσερα χιλιόμετρα έξω από την πόλη, με λιοστάσια, ξινά και βοσκοτόπια. […]
Το τσιφλίκι κάλυπτε μια έκταση περίπου τριών χιλιάδων στρεμμάτων. Στην ποδιά μιας πλαγιάς υπήρχαν κάτι υποβλητικά ερείπια. Δυο χαμηλές στενόμακρες αποθήκες και στη μέση τους, χάσκοντας χωρίς παράθυρα και οροφή, οι χοντροί πέτρινοι τοίχοι ενός δίπατου πύργου. Στην αρχή, κάθε νύχτα, από αυτά τα ντουβάρια, οι κουκουβάγιες με τις κραυγές τους μας πάγωναν το αίμα. Η χήρα Σπύραινα, που τώρα πια σώζεται μονάχα η ηχώ της φωνής της, είχε πει στη μάνα μας: “Ψυχές είναι που καταριούνται. Θα τις συνηθίστε”.

Τον πύργο τον είχε θεμελιώσει κάποιος απόγονος του Μπαρμπιτσιώτη Ζαχαριά. Μια τοπική παράδοση έδινε αρκετές πληροφορίες. Αυτός ο γιος ή εγγονός του προεπαναστατικού κλέφτη στάθηκε μια μέρα στην κορφή του λόφου της Γιάτρισσας, άνοιξε τα χέρια του, κι όσον τόπο όρισε έτσι τον είπε δικό του. Φαίνεται πως στον ίσκιο του μαρτύρησε κόσμος. Κανένας απ’ τη φτωχολογιά των μικροκαλλιεργητών δεν τόλμησε ν’ αντισταθεί σ’ αυτή την αυθαιρεσία και εκείνος ο τραχύς άντρας φαίνεται επίσης πως, εκτός από τη σκληράδα της γενιάς του, στις φλέβες του κουβάλαγε και άλλες ιδιαίτερες κλίσεις. Οι μανάδες που πήγαιναν να περιμάσουν τα ματωμένα θηλυκά τους στέκονταν αλάργα σκυφτές και μουρμούριζαν: “Κουκουβάγιες να λαλήσουν”. Αλλά καμιά τους, ποτέ, δεν το είχε πει δυνατά».

Σήμερα, ο πύργος κι ο περιβάλλων χώρος του ανήκουν στην οικογένεια Ανδριόπουλου. Η Παναγιώτα Ανδριοπούλου, σημερινή ιδιοκτήτρια, αφηγείται την ιστορία του πύργου, όπως η ίδια την είχε ακούσει:

«Η θεια μου, η Τσακωνίνα, αδελφή του πεθερού μου, έλεγε πως αυτό το χτίριο το βρήκε. Δηλαδή, πως υπήρχε όταν γεννήθηκε. Και σκέψου πως η θεια-Τσακωνίνα πέθανε 107 χρονών. Φαντάσου, λοιπόν! Θα πρέπει να είναι πολλά χρόνια χτισμένο. Μας έλεγε τι είχε ακούσει από τον παππού της: Εκείνα τα χρόνια υπήρχε κάποιος που κατόχευε τα χωράφια. Πήγαινε και τα έπαιρνε με το ζόρι. Μόνο δυο τρεις αντισταθήκανε και καταφέρανε να τους μείνουν οι περιουσίες τους.

Αυτός, λοιπόν, έφτιαξε έτσι μια μεγάλη περιουσία κι εκεί έχτισε τον πύργο. Οι μάστορες που τον χτίσανε ήταν Λαγκαδιανοί. Μας αφηγιόταν η θεια-Τσακωνίνα, όπως είχε ακούσει κι εκείνη από τους παλιότερους, πως το αφεντικό δεν πλήρωσε τους μαστόρους και κάποια στιγμή εκείνοι σηκώθηκαν κι έφυγαν και βγήκαν απέναντι στο ξέφωτο και φώναξαν “Κουκουβάγιες να λαλήσουν”. Αυτό ήταν κατάρα. Δεν ακούς πως κράζουν τα πουλιά τη νύχτα; Έτσι, το μεσαίο χτίριο [ο πύργος] δεν σκεπάστηκε ποτέ με κεραμίδια. Ούτε παράθυρα είχαν βάλει στην απάνω μεριά. Μόνο τα γύρω γύρω χτίρια είχαν σκεπαστεί.

Λέγανε πως εδώ, τα άλλα χτίρια δίπλα από τον πύργο, ήτανε χάνια. Επειδή “κατέβαιναν” από την Καστανιά, το Λογκανίκο και τ’ άλλα βόρεια χωριά, τα χρησιμοποιούσαν για να ξαποστάσουν οι άνθρωποι και τα ζωντανά. Άμα πας μέσα, θα δεις και τους χαλκάδες γύρω γύρω στους τοίχους που δένανε τα μουλάρια και τα γαϊδούρια. Ήταν σαν στάβλος. Ερχόντουσαν τη νύχτα και μένανε, και καθόντουσαν εδώ ώσπου να φωτίσει, κι ύστερα κινούσαν για τη Σπάρτη. Και το ανάποδο. Αργότερα, ερχόντουσαν και τσοπάνηδες και καθόντουσαν στα χτίρια αυτά. Κι οι Καστριταίοι είχανε μείνει εδώ, κι άλλοι διάφοροι που κατηφόριζαν από το Μαυρίκι. Αρκάδες.

Όλη αυτή η μεγάλη περιουσία πέρασε κάποτε σε αυτόν τον Καρελλά. Προτού τον Καρελλά δεν ξέρω ποιος την είχε. Ο Καρελλάς ήτανε γιατρός, κι όλο αυτό το τσιφλίκι πρέπει, μάλλον, να το είχε πάρει προίκα από τη γυναίκα του. Όμως –απ’ ό,τι λέγανε– αυτός έπαιζε χαρτιά, κι όλη την περιουσία του την έχασε στα χαρτιά.

Εμείς το χωράφι τούτο, που είναι μέσα ο πύργος, το πήραμε το 1967, όταν γυρίσαμε από τη Γερμανία. Χρησιμοποιήσαμε τα χτίρια που βρήκαμε και τα φτιάξαμε στάβλο κι αποθήκη. Το 2000 ένα κομμάτι από το μπαχτσέ μας το “πήρε” ο καινούργιος δρόμος που πέρασε από ‘δω. Ήταν μέσα ένα από τα χτίρια κι ένας φούρνος. Ο φούρνος ήταν μεταγενέστερος. Τον είχε φτιάξει αυτός που είχε φυτέψει και τους μπαχτσέδες. Δεν θυμάμαι πως λεγόταν. Τον είχε ο Καρελλάς επιστάτη στα χτήματα και καθόταν εκείνη την εποχή εδώ στον Καραβά. Εμείς, τις πορτοκαλιές τις βρήκαμε περίπου 20 χρόνια φυτεμένες, όταν ήρθαμε. Οπότε ήταν φυτεμένες εκεί κοντά στην Κατοχή και την ίδια εποχή είχε χτιστεί κι ο φούρνος. Προτού περάσει ο δρόμος, σε τούτον το φούρνο ζύμωνα κι εγώ και σχεδόν όλοι από τη γειτονιά».

Στο διήγημά του, ο Βαλτινός αναφέρει: «Ο πατέρας μου πέθανε τον Μάιο του ’69, […] και μέχρι το τέλος πίστευε στη δουλειά. […] Στον Καραβά άνοιξε αυλάκια, φύτεψε δέντρα, ανάστησε ζώα». Όπως μου εξήγησε κατά τη συνομιλία μας το 2019: «Τότε ο κάμπος του Καραβά δεν είχε πολλές πορτοκαλιές. Εκείνη την εποχή (σ.σ. γύρω στο 1943) άρχιζαν να βάζουν, κι ο πατέρας μου ήταν από τους πρώτους που φύτεψε μερικά δέντρα στους μπαχτσέδες του Καρελλά. […] Δεν έχω ξαναπάει στον Καραβά από τότε. Μόνο μια φορά, πριν 5-6 χρόνια, πέρασα από εκεί με το αμάξι και δεν τον γνώρισα. Την είχα αλλιώς στο μυαλό μου την περιοχή. Ο δρόμος έχει πάρει ένα κομμάτι από τον περίβολο του πύργου, μαζί με την πεζούλα και τον φούρνο».

Ο αρχιτέκτονας Γιώργος Γιαξόγλου, που, τον Απρίλιο του 2021, πραγματοποίησε αυτοψία στον χώρο και σχεδίασε τον πύργο, αναφέρει σχετικά: «Από τον τρόπο κατασκευής εκτιμώ ότι το κτίριο αυτό κατασκευάστηκε περί τα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα. Κτίστηκε από Λαγκαδιανούς μαστόρους και ποτέ δεν ολοκληρώθηκε». Σημειώνει, επιπλέον, πως πιθανότατα το κτίριο λειτουργούσε αρχικά ως χάνι, εξυπηρετώντας τους ταξιδιώτες του τοπικού οδικού δικτύου, το οποίο διακλαδιζόταν στην περιοχή.

[* δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ο Καραβάς», Απρίλιος-Σεπτέμβριος 2021, αρ.φ. 6-7, σ. 17]